Τρίτη 25 Φεβρουαρίου 2014

Η τιμή της Αννας- μιά αληθινή ιστορία...

Το παρακάτω θέμα είναι μια αληθινή ιστορία.

Θα μου συγχωρέσετε το ότι επέλεξα να αφήσω το "αθυρόστομο" ύφος του κειμενογράφου.... αλλά ίσως είναι ο καταλληλότερος τρόπος για να περιγράψει το συγκεκριμένο περιστατικό....

Αστυνομικό Τμήμα Ομονοιας.

Η ιστορία είναι πραγματική. Μου την αφηγήθηκε πελάτισσα μου, Αστυνομικίνα που υπηρετεί στο Α/Τ Ομονοίας.



Δευτέρα βράδυ λέει η Αστυνομικίνα, ειχανε μαζεψει καμια δεκαρια πουτάνες εξω απο ενα ξενοδοχειο της οδου Μενάνδρου. Αναμεσα τους και την Αννα.
Την πεταξανε σ΄ενα κελι, μαζι με τις αλλες. Η ωρα 11:00.

Σε μιση ωριτσα πλακωσανε οι δικηγοροι. Μια - μια οι αλλοδαπες την εκαναν. Πληρωνανε οι νταβατζηδες τους.
Ξεμεινε η Αννα.

- Ο δικός σου ο δικηγορος?
- Δεν εχω δικηγόρο...
Οι Αστυνομικοί κατι μυρίστηκαν. Εχουνε δει πολλα τα ματια τους. Την πηρανε την Αννα, την πήγανε στον Αξιωματικό ΥπηρεσΊας.

- Απο που ξεφυτρωσες εσυ?
Η Αννα κατι πηγε να ψελισει αλλα δεν της εβγαινε ηχος. Μονο ενα δακρυ. Κι αυτο στεγνο...

Η Αστυνομικίνα μου, που εκοβε χαρτοσημα στο γραφειο, επηρρεαστηκε. Ενταξει. Δεν ειναι και το πιο συνηθισμενο να βλεπεις Ελληνιδες και καλοβαλμενες κοπελες σαν την Αννα, να κανουνε πιατσα στη Μενανδρου. Ασε που εκτος της ταυτοτητας, ειχανε βρει στο τσαντακι της και κατι φωτογραφιες. Κι αναμεσα στις αλλες φωτογραφιες, ενα βρεφος ολΊγων μηνών.

- Το μωρό ποιανής είναι?
- Δικό μου
- Πόσο μηνών?
- Εξη
- Και που το έχεις τώρα?
- Το φυλαει ο άντρας μου
- Και ξέρει ο άντρας σου που γυρνάς?
- Οχι δεν το ξέρει...

Βουβαμάρα. Οι Αστυνομικοί αλληλοκοιταζόντουσαν. Ήταν κι η πελάτισσα μου, που την είχε πιάσει το μητρικό. Μανούλα κι αυτή.

Σηκωνεται, φερνει στην Αννα λιγο καφε.

- Γιατι ρε κοπελα μου?
Ετσι ξερα, ενα "Γιατι". Και σαν τι αλλο να πεις?
Να πεις δηλαδη οτι η Αννα που ελιωσε βρακακια να σπουδασει Φιλοσοφική Αθηνων κι εξον απο το ξευτιλισμενο το πτυχιο ειχε και ενα μεταπτυχιακο στην ιστορια της Τεχνης, δουλευε τωρα σε ενα πολυεθνικο σουπερ μαρκετ για 480 ευρω το μηνα? Κι επιπλεον την πιανουνε να καμεις πιατσα στα Χαυτεια? Στα κωλαδικα που πανε για να πηδηξουνε οι Πακιστανοι?
Πως να το πεις?

Γιατι αμα το πεις, ερχεται η σειρα του να ρωτησεις και για πιο λογο γινανε ολα αυτα? Και ποιος φταιει? Και μηπως φταις κι εσυ που γινανε ολα αυτα, οπως σκατα γινανε.

Και δεν το λες.
Λες μονον ενα ξερο "γιατι", που μεσα στη γυμνια του, εναι ντυμενο ολα τα θανασιμα ερωτηματα αυτου του κοσμου...

Γιατι? Γιατι ετσι...
Γιατι πολυ απλα, τα 480 ευροπουλα που της δινουνε της Αννας οι πολυεθνικοι υπεραρπαγες δεν φτανουν ουτε για το νοικι με τα κοινοχρηστα. Γιατι ο αντρας της το εκλεισε το μαγαζι του και δεν λογιζεται ουτε ως ανεργος, για να του πετανε τουλαχιστον ενα επιδομα. Γιατι αν δεν πληρωνε το χαρατσι αυτο τον μηνα θα της κοβανε και το ρευμα.

Και πανω απ 'ολα γιατι η Αννα εχει ενα βρεφος εξη μηνων.
Που ξυπναει τις νυχτες και σπαραζει στο κλαμα, αμα δεν του εχουνε ετοιμο το αποστειρωμενο μπιμπερο με το γαλα. Και τι γαλα? Οχι το γαλα που πουλανε στα περιπτερα. Το αλλο το γαλα. Που ειναι για τα μωρα. Το ακριβόν. Το Αλμυρόν...

Γιατι τα βρεφη δεν μπορουνε να φανε ροβιθια ή φακες που φερνει καθε μεσημερι ο αντρας της απο τα συσσιτια της εκκλησιας. Ουτε να καταλαβουνε οτι σ' αυτον τον κοσμο υπαρχουνε ανθρωποι που βγαζουν σε μια μερα τοσα ευροπουλα, οσα χρειαζεται μια οικογενεια για να ζησει ενα χρονο! Κι οτι αυτοι οι ιδιοι ανθρωποι, προκειμενου να βγαλουνε αλλα τοσα παραπανω [και τι να τα καμουνε γαμω την τρελα μου?] ειναι ικανοι να στειλουν στο θανατο χιλιαδες οικογενειες.

Οχι!
Τα βρεφη δεν τα καταλαβαινουνε αυτα.
Τα βρεφη διαθετουνε μονον τη σοφια της ζωης. Που λεει οτι καθε ανθρωπος που ερχεται σ αυτον τον κοσμο δικαιουται ενα μεριδιο στο φως, στην τροφη και στην ελπιδα...

Αυτο καταλαβαινουν τα βρεφη και αυτο ειναι που σε μαχαιρωνει στην καρδια, οποτε τ' ακους να σπαραζουνε στο κλαμα απο την πεινα.
Και το Αλμυρον εχει λεφτα.

Πως να το αγοραασει η Αννα, που δεν εβισκε στο πορτοφόλι της παρα μισό σεντ και δυο φωτογραφίες?
Τις φωτογραφιες της ζωής της, που δεν αξιζε πια ουτε ενα κουτακι αλμυρον.
Τη μικρη συσκευασια...

Κι ετσι η Αννα πηρε το τσαντακι της και την εκαμε για την οδο Μενανδρου. Τριαντα ευροπουλα ο πελατης. Εικοσι παιρνεις για το μουνι σου και δεκα δινεις στο ξενοδοχειο. Στηνεις κωλο στον πρωτο βρωμιαρη που θα στα δωσει και μετρας τις φτυσιες .

Ενας, δυο, τρεις πελατες και νατο το αλμυρον και νατα τα τσιγαρα. Σου μενει και κατι τις να αγορασεις ενα μπουκαλι κρασι να το πιεις με τον Αλεξανδρο σου (αλλος πτυχιουχος κι αυτος), να ξεχαστεις λιγακι.
Τριαντα ευρω.

Η τιμη της Αννας.

Και για να τα λεμε οπως ειναι, το ειχε ξανακαμει. Και μια και δυο φορες. Τη μια για να βγαλει τα κοινοχρηστα, την αλλη για να βγαλει το χαρατσι. Μαλιστα! Και ειχε ξαναβρεθει στο ξενοδοχειο της Μενανδρου και ειχε ξαναμετρησει φτυσιες στην ψυχη της.

Τριαντα ευροπουλα το γ@@@@ι, δεκαπεντε η π@@α.
Στα ορθια. Και με τα ματια κλειστα για να μην της ερθει να ξερασει.
Ετσι ωμα, γιατι ετσι γινονται.
Κι επειδη στην Αληθεια, δεν μπαινει προφυλακτικο...

Μοναχα που τις αλλες δυο φορες δεν την ειχανε τσιμπησει οι μπατσοι. Τωρα ομως την επιασαν.
Και καθονταν η Αστυνομικίνα απο πανω της και δεν ηξευρε τι να πει η γυναικα.

Ο Αξιωματικοός Υπηρεσίας, ξεστόμισε μια βαρειά βρισιά.

- Να χεσω που ειμαι ανθρωπος, ρε πουστη μου...

Μετα αλλαξε ενα βλεμμα με τους αλλους που ηταν εκει μεσα. Και με τη Αστυνομικίνα, που ετρωγε τα νυχια της απο τον καημό.

- Αστην να φυγει. Μην γραφεις τιποτα στο βιβλιο συμβαντων...
Η Αστυνομικίνα ευθυς πεταξε και στυλο και μολυβια. Βουτηξε την Αννα απο το μπρατσο.

- Φευγα ρε κοριτσι. Κάντηνε τωρα δα, Παρε την τσαντούλα σου και χασου...
Αλλα η Αννα τιποτα. Δεν κουνήθηκε καν
- Οριστε κυρια μου, μουγκρισε ο Αστυνομικός. Είστε ελευθερη. Γυριστε στο σπιτι σας και μη σας ξαναπιασουμε στα μπουρδελα...
- Αειντε, γρηγορα πριν μας την πεσει κανενας μυστηριος και βρουμε τον μπελα μας...

Εκει η Αννα. Δεν ελεγε να σηκωθει απο το καθισμα.
Οι Αστυνομικοί τα χασανε.
- Καλα δεν ακους?
- Ακουω
- Ε, τοτε τράβα σπιτι σου
- Δεν γυρνάω σπιτι μου
- Τι μας λες ρε κοριτσι? Το χεις κουνημένο?
- Το μωρο μου πειναει, το καταλαβαίνετε? Δεν προλαβα να παρω ουτε εναν πελάτη. Δεν γυρναω σπιτι μου χωρις το αλμυρόν... Δεν αντέχω ν ακουω το μωρο μου να σπαραζει στο κλαμα...

Ο Αξιωματικός Υπηρεσίας, βάρεσε μια γροθιά στον αέρα. Ε, και που να τη βαρέσει ο άνθρωπος?

Στα λαμόγια? Στους γραβατοπειρατές? Στους τραπεζίτες? Στιςπολυεθνικές? Στα αφεντικά του? Στον διοικητή του? Στο στομάχι του?
Ή στο εικόνισμα του Χριστού που δέσποζε απάνω απο το γραφείο του.

- Πόσο καμει αυτο το γαμημένο το αλμυρόν ρε Μαρία? (Μαρία λενε την πελατισσά μου)

- Κανα εικοσάρι...

Ο Αστυνομικός εβγαλε κι εριξε ενα ταληράκι στο τραπεζι. Μετά ηρθανε κι οι αλλοι. Και η Μαρια, που της ειπε κι ολας της Αννας διανυκτερευον φαρμακειο για να το αγορασει.

- Οριστε. Μαζεύτηκαν αρκετά... Θα χεις να παρεις και τσιγάρα... Φευγα και μην ξαναγυρίσεις εκει ρε κοριτσι... Δεν λεει...
Η Αννα τα πηρε και την εκανε.

Για κείνο το βράδυ τουλάχιστον, ο Άνθρωπος ειχε ανεβάσει την τιμή του... 



Πηγή 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου